29/2/12

πλήρης

σύγχυση (η) ουσ. [<αρχ. σύγχησις < συγχέω ] ( Κ σύγχυσις, -εως) ανακάτωμα, μπέρδεμα || έλλειψη σαφήνειας || ψυχική ταραχή || (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει
τον καταλογισμό : πλήρης σύγχυση - μέτρια σύγχυση.


300 x  240 cm

60 x 80 cm







185 x 140 cm