σύγχυση (η) ουσ. [<αρχ. σύγχησις < συγχέω ] ( Κ σύγχυσις, -εως) ανακάτωμα, μπέρδεμα || έλλειψη σαφήνειας || ψυχική ταραχή || (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει
τον καταλογισμό : πλήρης σύγχυση - μέτρια σύγχυση.
 |
300 x 240 cm | |
 |
60 x 80 cm | |
 |
185 x 140 cm | |